Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2015

Η εγωκεντρική συμπεριφορά των παιδιών: Πώς θα την διαχειριστείτε


Το στάδιο της προ-λογικής νόησης: «Είμαι το κέντρο του κόσμου!» Το γεγονός ότι τα παιδιά εμφανίζουν στοιχεία εγωκεντρικής συμπεριφοράς μετά τα 1,5-2 χρόνια εξηγείται καταρχήν από το γεγονός ότι από την ηλικία αυτή αρχίζουν να ενδιαφέρονται για όλο και περισσότερα που συμβαίνουν στο περιβάλλον τους, αλλά κυρίως στον εαυτό τους: Ανακαλύπτουν, δηλαδή, τον προσωπικό τους κόσμο και τον κόσμο που τα περιβάλλει. Ο κορυφαίος φιλόσοφος και αναπτυξιολόγος Jean Piaget ονομάζει χαρακτηριστικά το στάδιο αυτό των παιδιών «στάδιο της προ-λογικής νόησης» (Preoperational Stage), και το τοποθετεί χρονικά μεταξύ των 2 και 6 ετών. Κατά την περίοδο αυτή, όπως ο ίδιος λέει, καταλυτικό ρόλο στο παιδί παίζει η ανάπτυξη της γλώσσας, που σηματοδοτεί την έναρξη της ικανότητας του συμβολισμού και των εσωτερικών αναπαραστάσεων. Έτσι, στη φάση αυτή το νήπιο σκέφτεται με βάση το «αντιληπτικά επικρατέστερο», με αυτό δηλαδή που του είναι πιο εύκολο να καταλάβει. Επίσης, η σκέψη και η επικοινωνία του στη φάση αυτή χαρακτηρίζεται ως εγωκεντρική, καθώς το παιδί αντιλαμβάνεται το περιβάλλον και τους ανθρώπους γύρω του μέσα από την δική του προοπτική, τις δικές του ανάγκες και επιθυμίες. Έτσι, ένα παιδί 2 ετών δε μπορεί να κατανοήσει τις ανάγκες ή τα συναισθήματα των άλλων –πιστεύει ότι οι άλλοι σκέφτονται και αισθάνονται όπως αυτό. Δε μπορεί, για παράδειγμα, να κατανοήσει την ανάγκη της μαμάς να μιλήσει με τον μπαμπά όταν εκείνος επιστρέφει στο σπίτι μετά τη δουλειά. Ακόμα, όμως, κι αν μεγαλώνοντας μπορέσει να συνειδητοποιήσει ότι η αντίληψη αυτή που έχει είναι εσφαλμένη, δεν είναι ακόμα σε θέση να ελέγξει τον εαυτό του. Έτσι, θα προσπαθήσει να μπει ανάμεσα στη μαμά και τον μπαμπά όταν μιλούν και να θυμίσει ότι «είμαι εδώ!». Για τον λόγο αυτό, δεν έχει νόημα να πείτε σε ένα παιδί αυτής της ηλικίας «πώς θα ένιωθες αν σου έκανα το ίδιο;» ή «θα σου άρεσε να σε διακόπτω όταν μιλάς;» γιατί δεν θα μπορέσει να το κατανοήσει. Τέτοιες κουβέντες έχουν νόημα μετά τα 6 – 7 χρόνια, οπότε το παιδί είναι σε θέση να καταλάβει πώς σκέφτονται και αισθάνονται οι άλλοι και να ανταποκριθεί ανάλογα. Στο παρακάτω video μπορείτε να δείτε τη θεωρία αυτή του Piaget στην πράξη: Ζητείται από ένα 4χρονο αγόρι να καθίσει και να πει τι βλέπει μπροστά του όταν κοιτάζει μία κατασκευή που αποτελείται από 3 μεγάλα βουνά, μερικά ζωάκια και μερικά δέντρα. Κατά την περιγραφή του δεν αναφέρει ποτέ τα βουνά και παρατηρεί μόνο τις λεπτομέρειες, δηλαδή τα ζωάκια και τα δέντρα. Όταν η δασκάλα, η οποία κάθεται απέναντί του άρα έχει άλλη οπτική στην κατασκευή, του ζητά να μαντέψει τι βλέπει εκείνη , το παιδί αναφέρει ξανά αυτά που βλέπει αυτό. Αντίθετα, όταν το ίδιο πείραμα γίνεται σε ένα 7χρονο παιδί, εκείνο αναφέρει καταρχήν ότι βλέπει τα βουνά και στη συνέχεια τις λεπτομέρειες, ενώ μπορεί να περιγράψει τι βλέπει η δασκάλα του από την θέση που κάθεται. Ο φόβος «μη γίνει κακομαθημένο»! Είναι λογικό, τις στιγμές που το παιδί έχει αυτή την εγωκεντρική συμπεριφορά να ανησυχείτε μη γίνει κακομαθημένο. Γνωρίζοντας, όμως, ότι η συμπεριφορά αυτή είναι φυσιολογική στο ηλικιακό στάδιο που βρίσκεται το παιδί, μπορείτε να διαχειρίζεστε με περισσότερη κατανόηση τέτοιες καταστάσεις. «Το ναρκισσιστικό στάδιο, όπως αποκαλεί ο Φρόϋντ την ηλικιακή αυτή φάση, είναι ένα στάδιο κατά το οποίο όσο περισσότερο ταΐσει ο γονιός το παιδί του, τόσο περισσότερη αυτοπεποίθηση θα έχει αυτό στην ενήλικη ζωή του», λέει η παιδοψυχολόγος κ. Μαρία Σαράντη και συνεχίζει εξηγώντας ότι ένα παιδί χρειάζεται την προσοχή του γονιού μεν, αλλά χρειάζεται και όρια. Για παράδειγμα, όταν η μαμά μιλά στο τηλέφωνο και το παιδί προσπαθεί να της τραβήξει την προσοχή, η μαμά δεν χρειάζεται να κλείσει το τηλέφωνο, παρά να πει στο παιδί με ωραίο τρόπο ότι πολύ σύντομα θα ασχοληθεί μαζί του. «Το παιδί πρέπει να μάθει να διαχειρίζεται τη ματαίωση», λέει η κ. Σαράντη. «Πρέπει να μάθει ότι το 'τώρα' δεν υπάρχει πάντα στη ζωή και ότι κάποιες φορές θα πρέπει να κάνει υπομονή, να περιμένει τη σειρά του. Αντίστροφα, βέβαια, και η μαμά πρέπει να επιβραβεύσει το παιδί που κατάφερε να κάνει υπομονή μέχρι να τελειώσει το τηλεφώνημά της. Επιπλέον, πρέπει να το ενθαρρύνει να εκδηλώνει τις επιθυμίες και τα αιτήματά του, αλλά πάντα μέσα σε όρια.» Εξηγεί, λοιπόν, η ειδικός ότι «δεν φοβόμαστε να πούμε στο παιδί τι καλό, έξυπνο και όμορφο που είναι για να μην γίνει εγωκεντρικό. Αποφεύγουμε, όμως, να του πούμε ότι είναι το πιο όμορφο ή το πιο έξυπνο και να το βάλουμε σε διαδικασία σύγκρισης με άλλα παιδιά. Τότε υπάρχει κίνδυνος να περάσει το παιδί στην έπαρση». Το παιδί, ειδικά στις ηλικίες 2-6, θέλει την προσοχή μας –και την θέλει «τώρα». Ο γονιός οφείλει να του δώσει την προσοχή αυτή εφόσον είναι εφικτό, όμως όταν δεν είναι, π.χ. σε ένα οικογενειακό γεύμα που η οικογένεια συζητά και το παιδί προσπαθεί να γίνει το επίκεντρο, ο γονιός πρέπει να βάλει όρια, πάντα χωρίς να προσβάλλει ή να τιμωρήσει το παιδί αλλά και χωρίς όλοι οι συνδαιτυμόνες να σταματήσουν να μιλούν για χάρη του παιδιού. Μπορεί, λοιπόν, να πει «φαίνεται ότι θέλεις την προσοχή μας τώρα, υπάρχει κάτι που χρειάζεσαι;» -αν χρειάζεται κάτι άμεσα ανταποκρινόμαστε, αν όχι εξηγούμε ήρεμα ότι την ώρα του φαγητού κάνουμε ησυχία και ότι περιμένουμε τη σειρά μας για να μιλήσουμε. Καταλήγουμε, λοιπόν, στο ότι σαφώς πρέπει ο γονιός να δίνει την προσοχή του στο παιδί όταν την χρειάζεται, αλλά πάντα μέσα στα όρια που ο ίδιος έχει θέσει. πηγήhttp://www.mama365.gr/14771/h-egokentrikh-symperifora-ton-paidion-pos-tha-thn.html#sthash.ZgzVY2ap.gbpl&st_refDomain=www.facebook.com&st_refQuery=/

Τρίτη 28 Απριλίου 2015

Η καθρεφτική γραφή στο νηπιαγωγείο





Πολλοί γονείς ανησυχούν όταν βλέπουν ότι το παιδί τους στο νηπιαγωγείο γράφει το όνομά του ανάποδα. Η λέξη "δυσλεξία" κυριαρχεί στις σκέψεις τους. Είναι όμως αυτό ένδειξη δυσλεξίας;

Το παρόν άρθρο συντάχτηκε από τη λογοθεραπεύτρια Σπυριδούλα Κυπριτζόγλου με σκοπό να δώσει εξήγηση στο φαινόμενο του καθρεφτισμού, βάσει ερευνών που έχουν γίνει στη Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Η νευροψυχολόγος Γλυκερία Μήτσιου-Δάκτυλα πραγματοποίησε την πρώτη πανελλήνια έρευνα σε 6.644 παιδιά, η οποία κατέχει μέχρι σήμερα τη δεύτερη θέση παγκοσμίως, με θεαματικά αποτελέσματα στο χώρο της νευροψυχολογίας, των μαθησιακών δυσκολιών και της δυσλεξίας, τα οποία έχουν δημοσιευθεί σε επιστημονικά περιοδικά. Αναφέρει ότι η καθρεφτική γραφή είναι η γραφή που πηγαίνει σε αντίθετη κατεύθυνση από τη φυσιολογική και στην οποία το κάθε μεμονωμένο γράμμα επίσης αντιστρέφεται. Ενώ τα γράμματα, οι λέξεις, οι αριθμοί είναι καλά σχηματισμένα, η κατεύθυνσή τους είναι λανθασμένη.

Η νευροψυχολόγος Γλυκερία Μήτσιου-Δάκτυλα ασχολείται εδώ και πολλά χρόνια με ερευνητικό, κλινικό και αποκαταστασιακό έργο σχετικά με παιδιά που έχουν κάποιο μαθησιακό πρόβλημα (δυσλεξία, δυσγραφία, δυσορθογραφία, δυσαριθμισία, σύνδρομο του αργού αναγνώστη, διάσπαση ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας). Δείγμα για τη μετέπειτα εμφάνιση μαθησιακής δυσκολίας στην προσχολική ηλικία είναι η καθρεφτική γραφή. Όταν τα παιδιά αρχίζουν να μαθαίνουν να γράφουν το όνομά τους, το γράφουν ανάποδα. Αυτό, αν και έχει περιοδική εμφάνιση, σημαίνει ότι υπάρχει μια δυσλειτουργία σε συγκεκριμένη δομή του εγκεφάλου, κοντά στον κινητικό φλοιό, με αποτέλεσμα να εμφανίζουν δυσκολία στην αποτύπωση της γραπτής τους έκφρασης. 

Συνήθως οι νηπιαγωγοί δεν θορυβούνται, γιατί λένε ότι πρόκειται για περιοδική εμφάνιση και άρα δεν δίνουν και πολύ μεγάλη σημασία. Παρ' όλα αυτά, είναι πολύ σημαντικό και πρέπει να το προσέχουν και να δίνουν μεγαλύτερη ενίσχυση σε ασκήσεις ψυχοκινητικού τομέα μέσα στην τάξη. Θα έπρεπε, επίσης, να ενημερώνουν τους γονείς, ώστε να κάνουν ειδικές παρεμβατικές ασκήσεις και στο σπίτι και να αποτρέψουν την εμφάνιση και άλλων συμπτωμάτων, όπως το να μπερδεύει το παιδί το ε με το 3, να μην έχει σωστή οπτικοχωρική διάκριση, να παραλείπει γράμματα, να μην τα τοποθετεί σωστά κ.λπ. Πρέπει, ακόμα, να σημειωθεί ότι η καθρεφτική γραφή οδηγεί και στον αναγραμματισμό, φαινόμενο συχνό σε παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες.

Συμπεραίνουμε από τα παραπάνω ότι η σωστή πρόγνωση στην προσχολική ηλικία είναι η καλύτερη πρόληψη για τις μαθησιακές δυσκολίες. Δεν πρέπει να αγχωνόμαστε, πρέπει όμως να γίνονται τα σωστά βήματα τόσο στο σχολείο όσο και στο σπίτι, μαζί με την οικογένεια, η οποία παίζει και αυτή σημαντικό ρόλο στη μετέπειτα πορεία. Πώς; Χρειάζεται να δώσουμε μεγαλύτερη ενίσχυση, ενθάρρυνση και περισσότερη αγάπη στα παιδιά όταν δούμε να διακατέχονται από μια δυσκολία. Δεν πρέπει να θεωρούμε το παιδί τεμπέλη ή αδιάφορο, αλλά όλο αυτό να μας θορυβήσει, ώστε να αγκαλιάσουμε το παιδί και να προσπαθήσουμε να το βοηθήσουμε. Επίσης, δεν πρέπει να πελαγώνουμε και να είμαστε αυστηροί με το παιδί. Απαιτείται πλήρης ενημέρωση, επιμόρφωση στα θέματα αυτά αλλά και σωστή καθοδήγηση, για να μπορέσουμε να βοηθήσουμε. Όταν ο γονιός ενημερώνεται, τότε βοηθάει το παιδί του σωστά και αποτελεσματικά.

Ανάγνωση και γραφή στο νηπιαγωγείο

Στο Νηπιαγωγείο σύμφωνα με το Αναλυτικό Πρόγραμμα και τον "Οδηγό Νηπιαγωγού" δεν υπάρχει προγραφή με τη γνωστή της μορφή. Παραθέτουμε αποσπάσματα από το Α.Π. για το Νηπιαγωγείο που δείχνουν την κατεύθυνση για το σχεδιασμό δραστηριοτήτων γύρω από τη γλώσσα: "Τα παιδιά, στο πλαίσιο ελκυστικών γι' αυτά δραστηριοτήτων υπαγορεύουν στον εκπαιδευτικό κείμενα που τα διαμορφώνουν συλλογικά... ενθαρρύνονται να διορθώνουν και να αναθεωρούν κείμενα χωρίς να τους επιβάλλεται η σωστή εκδοχή... ενθαρρύνονται να γράφουν όπως μπορούν... να γράφουν το όνομά τους στις εργασίες τους με πεζά ή κεφαλαία γράμματα... να αντιγράφουν λέξεις που εξυπηρετούν λειτουργικές ανάγκες και ανταποκρίνονται στα ενδιαφέροντά τους, π.χ. να σημειώνουν το όνομά τους ή τον τίτλο του βιβλίου που δανείστηκαν , να γράφουν όπως μπορούν κάτω από τις ζωγραφιές τους συμπληρώνοντας ή ερμηνεύοντας το νόημα της εικόνας, να εκφράζονται δημιουργώντας κάρτες με ευχές ή καταλόγους ή προσκλήσεις...Το σημαντικό είναι να συνειδητοποιούν τη χρησιμότητα του γραπτού λόγου και να αποκτούν κίνητρα για την κατάκτησή του..."
Ασκούνται δηλαδή επί του πραγματικού. Τον τρόπο αυτό δουλειάς προτείνεται να ακολουθούν και οι εκπαιδευτικοί κατά το πρώτο χρονικό διάστημα της Α΄ τάξης. Αφενός τα παιδιά που έχουν φοιτήσει στο Νηπιαγωγείο βρίσκουν τη συνέχεια, αφετέρου τα υπόλοιπα παιδιά βοηθούνται να οργανώσουν τις γνώσεις τους και τις εμπειρίες τους γύρω από το γραπτό λόγο και να συνειδητοποιήσουν τη χρησιμότητά του.
Το στάδιο αυτό το ονομάζουμε πρωτο-γραφικό / πρωτο-αναγνωστικό γιατί ακριβώς τα παιδιά ασκούνται σε πραγματικά κείμενα με νόημα που εξασφαλίζουν κίνητρα για την κατάκτηση του γραπτού λόγου.
Το ζητούμενο είναι να συνειδητοποιήσουν τα παιδιά τη σχέση προφορικού και γραπτού λόγου [την αποτύπωση του προφορικού λόγου στο χαρτί] και να αποκτήσουν ένα κοινό στοκ γνώσεων πριν αρχίσει η ρητή επεξεργασία των γραμμάτων. Αντί να απομονώνονται συλλαβές από λέξεις χωρίς καμία μεταξύ τους σχέση [αεροπλάνο, οδοντόβουρτσα... του παλιού βιβλίου] και να ζητείται η αντιγραφή τους, στο νέο βιβλίο όλα τα γλωσσικά στοιχεία συνδέονται μεταξύ τους και συνθέτουν ένα μικρό επεισόδιο. Κάθε τι που ζητείται από τα παιδιά να γράψουν βρίσκεται σε ένα πλαίσιο με νόημα. Σε αυτό το μέρος δεν υποδεικνύουμε φορά, δεν διδάσκουμε γράμματα. Το κάθε παιδί θα γράψει όπως μπορεί.
Παλιότερα ήταν διαδεδομένη η αντίληψη ότι τα παιδιά θα έπρεπε να "συνηθίσουν να κρατούν το μολύβι", να το χειρίζονται δηλαδή, μέσα από ασκήσεις χάραξης γραμμικών και κυκλικών σχημάτων πάνω σε προδιαμορφωμένα επαναλαμβανόμενα σχέδια, ενώνοντας τελίτσες ή μικρές γραμμές. Οι πράξεις αυτές ακριβώς λόγω της απουσίας νοήματος για τα παιδιά (Τα σχέδια είναι αφηρημένα και δεν ανήκουν σε κάποιο νοηματοδοτούμενο πλαίσιο) καταντούν είδος αγγαρείας. Και μάλιστα, ενώ θα περίμενε κανείς όσο τα παιδιά γεμίζουν σειρές και ασκούνται περισσότερο το αποτέλεσμα να είναι καλύτερο, στην πράξη βλέπει το αντίθετο: προς το τέλος στις περισσότερες περιπτώσεις τα προγραφικού χαρακτήρα επαναλαμβανόμενα σχήματα γίνονται όλο και πιο πρόχειρα, στραβά, κακοφτιαγμένα.
Επιπλέον προγραφικές δραστηριότητες κατά τις οποίες ενώνοντας μικρές γραμμές σχηματίζεται μια εικόνα που όμως είναι από την αρχή εμφανής, περιορίζουν τη φαντασία και τη δημιουργικότητα του παιδιού χωρίς επιπλέον να έχουν καμιά σχέση και τα ίδια τα γράμματα.
Τα παιδιά στα 6 τους χρόνια ήδη γνωρίζουν πώς να κρατούν και να χειρίζονται το μολύβι είτε από το Νηπιαγωγείο ή τον Παιδικό Σταθμό, είτε από το σπίτι. Σπάνιες είναι οι περιπτώσεις παιδιών που δε χειρίζονται το μολύβι, όπως π.χ. κάποια παιδιά Ρομ (δεν αποτελεί η γραφή πρακτική των οικογενειών τους και η μητρική τους γλώσσα είναι μόνο προφορική) ή παιδιά με κινητικές δυσκολίες.
Σε αυτές τις περιπτώσεις όμως είτε η εξάσκηση γίνεται επί του πραγματικού αλλά χρειάζεται μεγαλύτερο διάστημα προσαρμογής είτε χρειάζεται εξάσκηση από ειδικό. Εξάλλου η ωριμότητα και η εμπειρία έρχονται με το χρόνο και με την εξάσκηση στη χρήση του πραγματικού κώδικα.
Θα διαπιστώσουμε λοιπόν ότι τα παιδιά που παρουσιάζουν δυσκολίες, όσο ασκούνται βελτιώνονται. Θα παρατηρήσουμε ακόμα ότι, όταν το κείμενό τους έχει παραλήπτη, προσέχουν πολύ περισσότερο τη γραφή τους, ακόμα και σε αυτά τα πρώτα στάδια.  
Καθώς τα μικρά παιδιά μυούνται προοδευτικά στον κόσμο του γραπτού λόγου, η γραφή δε νοείται ως αλληλένδετη και συμπληρωματική διαδικασία της ανάγνωσης, αλλά ως μία αυτόνομη, αυθόρμητη δραστηριότητα. Πρόκειται για διαδικασίες που είναι αλληλένδετες στο τέρμα τους, αλλά, όπως έχει διαπιστωθεί σε σχετικές έρευνες, δεν είναι αλληλένδετες και στο ξεκίνημα (Teberosky, 1998α). Σύμφωνα με την αντίληψη για τη μάθηση που προωθείται στο βιβλίο, τα παιδιά ενθαρρύνονται να γράψουν, προτού ακόμη τα θεωρήσουμε ικανά να διαβάσουν. Γιατί, όπως αναφέρει n Emilia Ferreiro (1998), n οποία έχει πραγματοποιήσει μακροχρόνιες συστηματικές μελέτες σχετικά με το πώς τα μικρά παιδιά κατακτούν το γραπτό λόγο, «η γραφή δεν ξεκινάει με πραγματικά γράμματα, ξεκινάει με προθέσεις. Τα πραγματικά γράμματα μπορεί να υπάρχουν, μπορεί και όχι». Τα παιδιά λοιπόν «γράφουν» και προτού μάθουν τα γράμματα. «Για να ξέρουμε αν πρόκειται για γραφή», αναφέρει πάλι n Emilia Ferreiro, «πρέπει να ρωτήσουμε αυτόν που το έγραψε, ώστε να μας εξηγήσει τις προθέσεις του, που δεν είναι πάντα ορατές σε αυτά που έφτιαξε. Και μετά πρέπει να του ζητήσουμε να μας διαβάσει».
Στο πλαίσιο λοιπόν της ανάπτυξης του Προγράμματος Σπουδών του Νηπιαγωγείου διαμορφώνεται ένα περιβάλλον μάθησης που παρέχει στα παιδιά ευκαιρίες να βιώνουν λειτουργικές εμπειρίες γραφής, προκειμένου να αξιοποιούν τις δυνατότητες που τους δίνει η τάξη (π. χ. να δανείζονται βιβλία από τη βιβλιοθήκη, σημειώνοντας με τον τρόπο που θα έχουν αποφασίσει το βιβλίο που δανείστηκαν), αλλά και να παράγουν δικά τους κείμενα με διαφορετικούς επικοινωνιακούς στόχους: να γράφουν προσκλήσεις για εκδηλώσεις που θα πραγματοποιηθούν στο χώρο του νηπιαγωγείου, να συντάσσουν καταλόγους για να θυ­μούνται πράγματα, να γράφουν και μεταγράφουν παραμύθια, διαμορφώνουν βιβλία, εφη­μερίδες, περιοδικά, αφίσες, οδηγίες παιχνιδιών, κανόνες για την ομαλή λειτουργία της τάξης, να γράφουν επιστολές, άλλοτε υπαγορεύοντας στη νηπιαγωγό, η οποία αναλαμ­βάνει το ρόλο του γραφέα, και άλλοτε γράφοντας τα ίδια με όποιο τρόπο μπορούν να γράψουν. Η εκπαιδευτικός, για να ξέρει τι έγραψε το παιδί όταν αυτό δεν είναι αναγνώσιμο, το ρωτάει και με διακριτικό τρόπο συχνά σημειώνει αυτά που λέει το παιδί ότι έγραψε, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο τα διαβάζει, έτσι ώστε να είναι σε θέση να παρακολουθεί συστηματικότερα την εξέλιξή του (Ferreiro, 1998• Pascucci, 1998).
Πολλά παιδιά έχουν αναστολές να εμπλακούν σε δραστηριότητες γραφής. Δηλώνουν ότι δεν γνωρίζουν τα γράμματα, ότι δεν ξέρουν να γράφουν. H εκπαιδευτικός θα πρέπει να τα πείσει ότι οι γραφές τους της αρέσουν, ότι βρίσκει πολύ ενδιαφέροντα τα όσα γράφουν. Δεν τα διορθώνει, γιατί αυτό θα μπορούσε να τα αποθαρρύνει, ούτε και τους λέει ότι αυτό που έγραψαν είναι σωστό. Υιοθετεί περισσότερο επιβραβεύσεις του τύπου: «Μου αρέσει πολύ όπως το έγραψες», «Είναι πολύ ενδιαφέρον όπως σκέφτηκες να το γράψεις», «Για να δούμε πώς το σκέφτηκε και η Μαρία» κλπ.

Όπως ήδη αναφέρθηκε, πρωταρχικός στόχος των δραστηριοτήτων ανάγνωσης και γρα­φής στο νηπιαγωγείο είναι να συνειδητοποιήσουν τα παιδιά ότι ο γραπτός λόγος χρησιμοποιείται ως εργαλείο επικοινωνίας και να θελήσουν να τον χρησιμοποιήσουν γι’ αυτό το σκοπό. Φυσικά, στην πορεία κατάκτησης του γραπτού λόγου τα παιδιά αποκτούν συνεχώς νέες γνώσεις. Τα λάθη που αναπόφευκτα κάνουν αρκετά συχνά δίνουν ουσιαστικές πληροφορίες για τις γνώσεις που έχουν ήδη κατακτήσει και επιτρέπουν στον ενήλικο να διαμορφώσει το κατάλληλο κάθε φορά πλαίσιο ώστε το παιδί να υποστηρίζεται στις προσπάθειες και στις ανα­ζητήσεις του. «Για να μπορέσει ο ενήλικος να στηρίξει την προσπάθεια του παιδιού να κα­τακτήσει το γραπτό λόγο, θα πρέπει να λάβει υπόψη του ότι η σχέση της γραφής με την ομιλία δεν είναι άμεσα αντιληπτή από το παιδί και ότι οι ιδέες του διαφέρουν ριζικά από τις ιδέες που θεωρούνται φυσικές και κανονικές για τους μεγάλους, οι οποίοι είναι εξοικειωμένοι με τον αλφαβητικό τρόπο γραφής», επισημαίνει n Τζέλα Βαρνάβα-Σκούρα (1991).
(Υ.Π.Ε.Π.Θ. – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Χαρά Δαφέρμου, Πηνελόπη Κουλούρη, Ελευθερία Μπασαγιάννη, 2006, Οδηγός Νηπιαγωγού, Εκπαιδευτικοί Σχεδιασμοί και Δημιουργικά περιβάλλοντα μάθησης, Αθήνα, ΟΕΔΒ)